καταστρατηγώ

καταστρατηγώ
(AM καταστρατηγῶ, -έω)
νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ
νεοελλ.
μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ
αρχ.
1. μτφ. απατώ, εξαπατώ
2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα, επανορθώνω με δόλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστρατηγώ — καταστρατηγώ, καταστρατήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταστρατηγώ — καταστρατήγησα, καταστρατηγήθηκα, καταστρατηγημένος, παραβιάζω νόμο, καταπατώ, αθετώ, καταδολιεύομαι: Στην περίπτωση αυτή καταστρατηγήθηκε ο νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστρατηγῶ — καταστρατηγέω overcome by generalship pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταστρατηγέω overcome by generalship pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταστρατήγητος — η, ο [καταστρατηγώ] αυτός που δεν έχει καταστρατηγηθεί, δεν έχει παραβιαστεί με δόλο ή πονηριά …   Dictionary of Greek

  • καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

  • καταστρατήγηση — η 1. επικράτηση με στρατηγικό τέχνασμα 2. μτφ. παραβίαση νόμου ή συμφωνίας ή συνθήκης κ.λπ. με δόλο ή με τέχνασμα, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστρατηγῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταστρατήγησις, μαρτυρείται από το 1877 στην εφημερίδα Στοά] …   Dictionary of Greek

  • καταστρατηγία — καταστρατηγία, ἡ (Μ) [καταστρατηγώ] νίκη, επικράτηση που οφείλεται σε στρατήγημα ή τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κοντραφφάρω — (Μ) καταστρατηγώ, παραποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contraffare] …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”